μακάρι — 1. είθε: Μακάρι να έρθεις. 2. έστω και, ούτε και: Δε θα τον συγχωρέσω, μακάρι και να πέσει στα πόδια μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μακάρι' — Μακάριε , Μακάριος blessed masc voc sg Μακάριαι , Μακαρίη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακάρι' — μακάρια , μακάριος blessed neut nom/voc/acc pl μακάρια , μακάριος blessed neut nom/voc/acc pl μακάριε , μακάριος blessed masc voc sg μακάριε , μακάριος blessed masc/fem voc sg μακάριαι , μακάριος blessed fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάκαρι — Μάκαρ blessed masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκαρι — μάκαρ blessed masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίτας — μακαρί̱τᾱς , μακαρίτης one blessed masc acc pl μακαρί̱τᾱς , μακαρίτης one blessed masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίται — μακαρί̱τᾱͅ , μακαρίτης one blessed masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίτηι — μακαρί̱τῃ , μακαρίτης one blessed masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίτην — μακαρί̱την , μακαρίτης one blessed masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίτης — μακαρί̱της , μακαρίτης one blessed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)